Σελίδες

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Στο καλό

.... Της Δεις τζιαι της ξανθής .... τζιαι του σπλάχνου του υπομονετικού

για τα βάθρα ... τζιαι τους μύθους .....
 
τζιαι μια ιεροτελεστία ..., ίσως.....


"Ήταν οι ωχρές, αχνιστές, μεθυστικές ευωψιές της αγριελιάς τα πρωινά της αρχής του καλοκαιριού. Όσο ζεστή και να έμελλε να περάσει η μέρα, ήταν η ανατριχιαστική, όμορφη δροσιά της αυγής. ΄Ήταν οι ξαφνικές καταιγίδες και τα κελαϊδίσματα των χιλιάδων σπουργιτιών, που ξετρέλαιναν τον άνθρωπο κουρνιασμέναν πάνω στις ακακίες στις δυο πλευρές της λεωφόρου. Το ψυχοράγισμα ενός τελειωμένου έρωτα, οι μακρόχρονες, θλιμμένες αναμονές στις πόρτες των ταχυδρομείων, στ' αχνάρια των τηλεγραφημάτων τα μεσάνυχτα, ήταν οι χωρισμοί και το ξανασμίξιμο. Τα φυστικιά και τα μελιτζανιά και τα μωβ φουστάνια μου, τη ζωή μου, τη μέρα άνθρωπος και τη νύχτα λύκος, οι ερωτικοί στίχοι που έγραφα μόνο στους τοίχους του σπιτιού μου με χρωματιστές κιμωλίες. Ήταν οι φευγαλέες τρέλες που τις ζούσα για να ξεριζώσω ένα πάθος που έμεινε μισό. Ήταν τ' άνθη της κορομηλιάς που έπεφταν στα πιάτα του μεζέ, το σκούρο βισινί χρώμα του κρασιού Μπουζμπάγ στα ποτήρια μας, οι λόφοι του Τσάνκαγια που ανεβαίναμε για να βρούμε με νοσταλγία μιαν ανύπαρκτη θάλασσα. Ήταν τα λεωφορεία της Ανατολής που ριχνόμασταν μέσα μόλις μας ερχότανε ξαφνικά, και τ' άλλο πρωί ξυπνούσαμε στην Ινσταμπούλ, στη Σμύρνη, στην Προύσα, στο Μπόρντρουμ. Ήταν τότε που φθάναμε στην Καππαδοκία περνώντας την Αλμυρή Λίμνη πίσω απ'τα γεμάτα με καρπούζια φορτηγά. τότε που ψάχναμε μια θεραπεία για τη γλυκειά κούραση της ζωής μας, που ήταν ένα συνεχές τρέξιμο με καλπασμό στη σιγή των κρυφών μνημείων των πρώτων χριστιανών. Ήταν τότε που αναρριχόμασταν λαχανιασμένοι τις μικρές λιθόστρωτες ανηφόρες κι ακουμπούσαμε τις φλογισμένες χούφτες και το μέτωπό μας στη δροσιά των παγωμένων μαρμάρων των Χιττιτικών αγαλμάτων, των χιλιόχροων θεών.

Ήταν οι γενικές συνελεύσεις, οι συναντήσεις, οι πορείες, οι καταλήψεις. Ήταν τα συνέδρια, οι συγκεντρώσεις. ήταν οι παθιασμένες, θερμές συζητήσεις. ήταν οι οργισμένες, οξείες αντιθέσεις. Ήταν τότε που ξηερωνόμασταν στις εστίες, στις πανεπιστημιουπόλεις φρουρώντας μαζί με τους φοιτητές. ήταν οι μαραμυθένιες μέρες μας,  γεμάτες με τρελές ελπίδες, όπου όλες οι ώρες κι όλες οι ζωές ήταν συντονισμένες με μιαν άγνωση επανπάσταση με ¨Χο, Χο, Τσι Μιν, και περισσότερο Βιετνάμ", "Δεν είπαμε τον τελευταίο λόγο, ο αγώνας τώρα αρχίζει"

Ήταν τότε που ξημερωνόμασταν γράφοντας, συζητώντας τα γραφτά. ήταν τα γεμάτα ελπίδα, πίστη, ενθουσιασμό, αλτρουϊσμό 25-30 χρόνια μας, τότε που παίρναμε τόσο στα σοβαρά τον κόσμο, τη ζωή, τον πόλεμο, την επανάσταση, το σοσιαλισμό, τον εαυτό μας όσο ποτέ άλλοτε.

Ήταν τότε που στοιβαγμένοι σαν ψάρια στο γαλανό σαραβαλιασμένο χελωνάκι αμάξι με βιβλία στις τσάντες για το σοσιαλισμό, για τον φασιμό ψάχναμε να βρούμε κρυφές γωνιές κάτω απ' τα λιγνά πεύκα. ήταν τότε που παίρναμε παιδάστικές προφυλάξεις και βρίσκαμε ρομαντικές λύσεις για την κατιαγίδα που πλησίαζε. που φεύγαμε ένα πρωί απ' τα σπίτια μας και δεν γυρνούσαμε ξανά, τότε που είμασταν ελεύθεροι σαν τα πουλιά κια ανάλαφροι σαν τα σύννεφα. Κι ύστερα ήτα που σκορπιστήκαμ στα πέρατα.

Μια μέρα στη μέση του μαθήματος με κατέβασαν απ' την έδρα και με πήραν οι Χακίδες με τις μπότες και τα τόμσον, που κατασπάραξαν τα σπίτια μας, τη ζωή μας, τις ταυτότητές μας - Μερίκές αφίσες, πολλά περιοδικά, βιβλία, η σαραβαλιασμένη γραφομηχανή μου, η μικρή μαύρη μου γάτα, που κοίταζε από πίσω μου θλιμμένοι, οι γείτονές μου της πολυκατοικίας που ένποιωθα πάνω μου τις όλο υποψία και φόβο ματιές τους. ήταν η μικροσκοπική γελοία κατάστασή μου ανάμεσα σε μια ομάδα οπλισμένων στρατιωτών που θύμιζαν κωμικές ταινίες μίκυ-μάους. Ήταν ο φόβος μου του παγιδευμένου ποντικού, όταν οδηγήθηκα με δεμένα τα μάτια στους υγρούς θαλάμους βασανιστηρίων, τα φτωχά τενεκεδόσπιτα βαμμένα γαλαά, που φαίνονταν απ' την αυλή εξαερισμού των γυναικείων θαλάμων, τα χωρά φια που η φθινοπωρινή ομίχλη μετέτρεπε σε παραμυθένιους κήπους, οι ιτιές, ήταν η στυφή ευτυχία του ζεστού σκούρου τσαγιού που πίναμε, όταν έκλειναν οι σιδερένιες πόρτες.

Σήμερα έχω μέσα μου μια πολύ λεπτή θλίψη. σε σκέφτηκα Αλιόσα Ενώ από όλους μας εσύ ήσουν ο πιο ξένος προς τη θλίψη. Όταν προσπαθούσες να σβήσεις με μια παιδιάστική οργή τους ερωτικούς στίχους που ήταν γραμμένοι πάνω στους τοίχους μου: "- Σ' αγαπώ όπως τρώγω το ψωμί βουτώντας το στ' αλάτι/ κι όπως τη νύχτα μεσ' τις φλόγες ξυπνώντας ακουμπώ το στόμα μου στη βρύση και πίνω νερό" - Ακόμη κι αν ήταν απ' τον Ναζίμ τους θεωρούσες ανάρμοστους στην επαναστατικότητα. όταν έκανες φλογερές ομιλίες, χωρίς καμιά αμφισβήτηση απ' τις δικές σου αλήθειες στις φοιτητικές συνελεύσεις, στις συγκεντρώσεις για συζήτηση, στις εργατικές συγκεντρώσεις, σίγουρος πέρα ως πέρα για τον εαυτό σου και για τιες ιδέες σου. όταν βαριόσουνα τις δικές μας ατέλειωτες συζητήσεις και έβαζες τελεία στην κουβέντα λέγοντας, "Λίγα λόγια, πολλά έργα" ή πάλι σε μια κεφάτη σου μέρα, όταν έκανες ένα μεγάλο ταψί πιλάφι με γαύρο και καταβρόχθιζες το μισό πριν ακόμα καθίσουμε στο τραπέζι και ντροπιασμένος χαμήλωνες τα μάτια και χαμογελούσες, τότε η θλίψη δεν τολμούσε ούτε να σε πλησιάσει.

Αγαπούσες τις γάτες, το να κάνεις χίλια δυο ζώα από χαρτί, το γαύρο και τα γλυκά. Η παιδιάστικη αισιοδοξία σου που δικαίωνε το όνομά σου Αλιόσα, η ειλικρίνειά σου, η ριψοκίνδυνη βιασύνη σου, η έντονη προσπάθειά σου πάντα προς κίνηση, προς έργο, προς δράση .... Η φυσικότητά σου, η διαφάνειά σου, που ίσως περιφρονούσα λίγο. Είχα την εντύπωση πως αν κοίταζα απ' τη μια σου πλευρά θα έβλεπα την άλλη. Δεν μπορώ να πω γεμάτος ζωή, όχι! Εσύ ήσουν όπως τα δέντρα, τα χόρτα, τα ελάφια, οι γάτες, τα νερά, μια ολόισια προέκταση της ζωής, της φύσης! Τί σχέσει είχε με σένα, η θλίψη που έκανε τους ανθρώπους λίγο ομιχλώδεις, λίγο μυστηριώδεις, που λείαινε τον ενθουσιασμό, που καταλάβιαζε την αγωνία, που έσπωρχνε πίσω τη δράση κι έβγαζε μπροστά το συναίσθημα!

Ανάμεσα σε χαρτιά, βιβλία και περιοδικά σκορπισμένα παντού, πώς δουλεύαμε με ενθουασιαμό, με πυρετό , με πάθος! Η Χατιτζέ Αμπλά είχε φτιάξει από χθες τα φασόλια πλακί, την καροτοσαλάτα, τους λαδερούς ντολμάδες και τα είχε βάλει στο ψυγείο. Αναμφίβολα δεν έπρεπε να μπερδεύουμε το πιοτό στη δουλειά. Κια πάλι, ενώ την τελευταία στιγμή έβαζα στο τραπέζι, λίγο ντροπιασμένη, λίγο φοβισμένη, το μπουκάλι με το κρασί που είχα κρύψει κάπου, τα μάτια μου έψαχναν μόνο τα δικά σου μάτια. Ήταν πάλι μια τέτοια μέρα: Ένα φθινοπωρινό βράδυ, τότε κέρδιες το όνομα Αλιόσα σε βαθμό που κανείς μας να μην το ξαναλησμονήσει πια... Μη μουρμουρίζεις οργισμένος! Κι εκατό χρονών να γίνουμε σε κάθε τραπέζι που θα είμαστε μαζί, σε κάθε φαγοπότι θα το θυμόμαστε. Σε είχαμε πιάσει να το χύνεις στο νεροχύτη της κουζίνας κρυφά, χωρίς να γίνεις αντιληπτός από κανένα, το μερίδιό σου από το Σκωτς ουίσκι με τη μαύρη ετικέτα που η συνονόματη κάπου είχε βρει και το έκρυψε ως έκπληξη της ημέρας. απέφυγες να πεις, "Εγώ δεν πίνω". Εκείνη τη μέρα είχε καταγραφεί για άλλη μια φορά το συνδρομό σου του Αλιόσα.

Τελευταία στάση στα Μπαχτσελίεβλερ. Στα χέραι μου το πακέτο μου με στραγάλια, φυστίκια, ξερά μούρα, φουντούκια, σταφίδες που αγόρασα απ' τον πωλητή μικρών καρπών της γωνίας. Στην τσάντα μου ένα μικρό κονιάκ και σημειώσεις, χαρτιά, βιβλία, περιοδικά.... Σαν στρατιώτες με πλήρη εξάρτηση ετοιμαζόμασταν να δουλέψουμε. Πάλι θα ξημερωθούμε. Πρέπει να προλάβει το περιοδικό. Στους ώμους μας έχουμε φορτωθεί την ευθύνη του κόσμου, της ιστορίας, της Τουρκίας, όλων των ανθρώπων. Οι μέρες μας στην Άγκυρα, που ήταν κατάμεστες από πίστη, ελπίδα, σοσιαλισμό, επανάσταση! Οι μέρες μας στην Άγκυρα, που ξημερωνόμασταν μπροστά στη γραφομηχανή, που πιστεύαμε ότι το μέλλον και ο κόσμος ήταν μέσα στις χούφτες μας. που συδέαμε στα βραδυνά λεωφορεία στην Άγκυρα, με τις εργατικές συνοικίες της Ισταμπούλ, με τις φοιτητικές διαδηλώσεις, με τα τυπογραφεία, με τις απεργίες. που σκορπίζαμε στα σπίτια μας, στις δουλειές μας τη δροσερή ώρα της αυγής περνώντας απ' τους ευωδιαστούς απ' τις αγριελιές δρόμους!

Ίσως σήμερα υτό που πραγματικά μου θυμίζει η θλίψη, που πέφτει νωρίς το πρωί απ΄ τις ξάγρυπνες νύχτες, που η αυγή τους ευωδιάζει αγριελιά, δεκάδες χρόνια και χιλιάδες δρόμους μακρυά, δεν ήσουν εσύ, ίσως ήταν εκείνες οι μέρες, Αλιόσα. Εκείνες οι μέρες που όλη μας η ζωή ήταν και πολύ πραγματική και πολύ παραμύθι. τότε που δεν ήταν γνωστό πού τέλειωνε το όριο της φαντασίας, των ενθουσιασμών, των ελπίδων και πού άρχιζε ο πραγματικός κόσμος. τότε που προκαλούσαμε τους πόνους που δεν είχαμε ακόμη ζήσει, τους χωρισμούς, τους θανάτους, τα βασανιστήρια, τις φυλακές κι ό,τι καθιστούσε το μέλλον πικρό και σκοτεινό.

Ίσως αυτό που με λύπησε ήταν μια μικρή φωτογραφία σου που είδα πρωί-πρωί στις εσωτερικές σείδες μιας εφημερίδας που ήρθε από την Τουρκία. Το πρόσωπό σου, που νόμιζα ότι ποτέ δεν θα γερνούσε, παιδιάστικο, φωτεινό, που δεν έκρυβε τίποτε, που δεν είχε κανένα μυστικό. Ίσως η θλίψη να ήταν στην πολύ απαυδισμένη αλλά πάρα πολύ κουρασμένη έκφραση εκείνης της φωτογραφίας σου, στα μαλλιά σου που άρχισαν ν' ασπρίζουν, στις σκληρές γραμμές σου, στις κουρασμένες ματιές σου. ίσως να ήταν στις μετρημένες, σοβαρές απαντήσεις που έδωσες στις ερωτήσεις που απηύθυνε ο δημοσιογράφος. "Η ανυπέρβλητη εξύψωση του Αλιόσα", ήταν κρυμμένη μέσα στ' αστεία μας. σ' αυτό που έγραψες στο τελευταίο γραμμα σου, ήταν οι γραμμές που είπες, "Νπιώθω τον εαυτό μου πολύ κουρασμένο. Τώρα πια δεν χύνω το ουίσκι στο νεροχύτη. Μπορεί, μάλιστα, να πει κανείς ότι για τα δικά μου μέτρα πίνω πολύ". Αλλά ουσιαστικά δεν ήταν ούτε οι κουρασμένες και γεραμσένες ματιές στο παιδιάστικο πρόσωπό σου, ούτε το ότι άρχιες να πίνεις ουίσκι, ούτε η νοσταλγία προς ένα όμορφο παρελθόν, που δεν πρόκειται ποτέ να το πιάσει κανείς! Όχι, δεν ήταν κανένα από αυτά, στην πραγματικότητα η θλίψη ήταν στο καταραμένο μέτρο των απαντήσεων που έδωσες στις ερωτήσεις του δημοσιογράφου, στην συμφωνία τους με τον κοινό νου, στον καλό υπολογισμό τους. Στην κρυφή παραδοχή σου στα λόγια "τώρα πια δεν μπορώ να είμαι αισιοόδοξος", στη βαρυθυμιά σου, στο ότι τώρα πια είσαι όπως είσαι, στο ότι τώρα πια κανείς μας δεν μπορεί να είναι όπως είμασταν παλιά.

Στις μέρες μας στην Πόλη, όταν κατεβαίναμε απ' το Τζαγάλογλου στο Σίρκετζι κουρασμένοι και ξεκουραζόμασταν για μαι στιγμή στα πλοία για το Σκούταρι, ενώ απ' τη μια βυθίζαμε τον ήλιο κι απ' την άλλη κουβεντιάζαμε σιγά σιγά - Πόσο πολύ κουβεντιάζαμε, πόσα πολλά λόγια είχαμε να πούμε! - σκεφτόμουν πάντα ότι δεν είδες τα ίχνη που άφηνε στην παιχνιδιάρα θάλασσα ο ήλιος που έδυε μπροστά στο Σαραϊμπουρνού. Σκεφτόμουνα ότι δεν μπόρεσες να χορτάσεις τις γεύσεις απ' τους μεζέδες που λαίμαργα έτρωγες τους μισούς, ενώ ακόμη στρώνονταν τα τραπέζια. κι ότι δεν θα μπορέσεις να γευτείς τις πολυσύνθετες γεύσεις των συναισθημάτων, όπως αυτές των ποτών. Εσένα σ' αγαπούσαμε για αυτό το λόγο, επειδή μπορούσες να πετύχεις μια δουλειά που κανείς από μας δεν μπορούσε να καταφέρει ακριβώς, να γίνεις Αλιόσας. Τω΄ρα αφού βύθισες τον ήλιο σε κάθε μέρος του κόσμου, κι από τότε έμαθες την ομορφιά των τελευταίων κόκκινων γραμμών στον ορίζοντα, και το ότι οι εκλεκτοί μεζέδες πρέπει να τρώγονται σιγά σιγά και το κονιάκ πρέπει να πίνεται σε στρογγυλά ποτήρια, αφού το ζεστάνεις στη χούφτα σου, και μάλιστα από τότε που έμεαθς τις νίκες και μάλιστα τους συμβιβασμούς, το όνομα Αλιόσα πια δεν σου ταιριάζει, δεν σου πάει καθόλου.

Σε μια γωνιά στις εσωτερικές σελίδες της εφημερίδας, δίπλασ τη φωτογραφία σου, υπάρχει η φωτογραφία εκείνης της μαραμυθένιας εκκλησούλας στη γωνία της Κόκκινης Πλατείας. - Τις νύχτες στον γαλατένιο βαθυγάλαζο ουρανό έλεαμπε το κόκκινο αστέρι του Κρεμλίνου. Ακριβώς απέναντι στους πολύχρωμους ανθισμένους θόλους της παραμυθένιας εκκλησιάς η πρόσοσψη του μαυσωλίου του Λένιν γέμιζε από αυτούς που έρχονταν να παρακολουθήσουν την τελετουργική αλλαγή φρουράς. Πίσω το Κρεμλίνο με τις κόκκινες σημαίες, με τα κόκκινα αστέρια, κρυβότανε πίσω από τα τείχη του κάστρου ως το ιερότερο σύμβολο του μεγαλύτερου παραμυθιού, της ομορφότερης ελπίδας του αιώνα μας που νομίσαμε ότι πραγματοποιήθηκε - Κάτω απ' την εικόνα της παραμυθένιας εκκλησιάς η λεζάντα, "Η Κόκκινη Πλατεία αλλάζει" ... Δίπλα στη δική σου φωτογραφία με μεγάλους μαύρους χαρακτήρες μαι δική σου ρήση: "Είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε την αλλαγή της εποχής, να συμφωνήσουμε με την αλλαγή"

Σε παρακαλώ,, Αλιόσα, μη μιλάς τόσο σωστά, τόσο ρεαλιστικά, τόσο μυαλωμένα! Σε παρακάλω, χύσε πάλι στο νεροχύτη τα ακριβότερα, τα εκλεκτότερα ποτά. Μην κάθεσαι με τέτοιο αξιοπρεπή κορεσμό, κάνε μια λαίμαργη επίθεση στα φαγητά. Αν θέλει όλα τα ερωτικά ποιήματα, όχι μόνο απ' τους τοίχους αλλά κι απ' τα βιβλία ξήλωσέ τα και πέταξέ τα! Σε παρακαλώ, γίνε όπως παλιά, αδιάφορος, ενθουσιώδης, απρόβλεπτος, βιστικός, οργισμένος, ασυμβίβαστος. Βρίσε τους πολιτικούς σου εχθρούς! Πες ψέματα, πες: "Δεν άλλαξε τίποτε, είμαστε στα πόδια μας ολόρθοι!" Πέτα απ' το πρόσωπό σου εκείνη τη μάσκα των γηρατιών, το πάγωμα της ματιάς σου, γέλα με το παιδικό σου χαμόγελο στις σελίδες των εφημερίδων! Ας μην τελειώσει το παραμύθι, Αλιόσα, φοβάμαι! Ας μην γκρεμιστούν οι πύργοι του παραμυθιού.

Απ' το ρουμπίνι που δείχνει το δρόμο στα παιδιά που χάνονται τρέχοντας να φύγουν απ' τις μάγισσς και τους γίγαντες ας μην πέσουν κάτω τ' αστέρια του παραμυθιού, ας μην κομματιαστούν.

Όλα γκρεμίζονται... Τα τείχη, τα κάστρα, οι πύργοι, τ' αγάλματα, τα όνειρα, οι πίστεις, οι αξίες, κάθε τι που συνδέεται με το παρελθόν... όλα κομματιάζονται, γίνονται χίλια κομμάτια! .....

Καλήμέρα, νέε κόσμε!

Έχε γεια, Αλιόσα! ......"



Oya Baydar, Elveda Alyoşa
στο "Δέκα γυναίκες συγγραφείς στη σύγχρονη Τουρκία"
της Πηνελόπης Στάθη
Αθήνα, 2000 
 

 

2 σχόλια:

Anef_Oriwn είπε...

Το «Ματζικ» που ΣΟΥ είπε η DIS [link: http://disdaimona.blogspot.com/2012/12/blog-post_15.html] μου θύμισε το “Black Magic Woman”, των νεανικών μου χρόνων: http://www.youtube.com/watch?v=eaKnRUfh_5I

Αντζιελοσιασμένη Μάγισσα είπε...

Φούλλληηη μου, αφού η άσπρη μαγεία εν είσιεν αποτέλεσμαν, νομίζω να ξεκινήσω να το ρίφκω στη μαύρην πέρκι τζιαι δούμεν χαϊριν